- ιδρωτοποιός
- -ό (Α ἱδρωτοποιός, -όν)αυτός που προκαλεί ιδρώτα («ιδρωτοποιοί αδένες» — μικροί απλοί σωληνοειδείς αδένες τού σώματος τών θηλαστικών που παράγουν και εκκρίνουν ιδρώτα).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱδρωτοποιός — sudorific masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδρωτοποιός, -ός, -ό — αυτός που παράγει ιδρώτα: Ιδρωτοποιοί αδένες του δέρματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱδρωτοποιόν — ἱδρωτοποιός sudorific masc/fem acc sg ἱδρωτοποιός sudorific neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱδρωτοποιῷ — ἱδρωτοποιός sudorific masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
ίδρωτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
ιδρωτοποιώ — ἱδρωτοποιῶ, έω (Α) [ιδρωτοποιός] 1. προκαλώ εφίδρωση 2. παθ. ἱδρωτοποιοῡμαι, έομαι ιδρώνω … Dictionary of Greek
εξιδρωτικός, -ή — ό 1. που προκαλεί εξίδρωση (βλ. λ.), εφιδρωτικός, ιδρωτοποιός. 2. που προέρχεται από εξίδρωση, που οφείλεται σε εξίδρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)